- ίσχα
- ἴσχα, ἡ (Μ)1. η ίσκα*2. είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ίσκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπτανός — ὀπτανός, ή, όν (Α) 1. ψητός, ψημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα ανός (πρβλ. εψ ανός, στεγ ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με λ και ν στους τ. ὀπτα … Dictionary of Greek